Πάμε για αληϑινές ιστορίες!
Άγιος Σίμων ο Μυροβλύτης

Αγγίξτε την οϑόνη στην αριστερή ή τη δεξιά πλευρά για να αλλάξετε σελίδες. Ο ήχος αναπαράγεται αυτόματα καϑώς γυρίζει η σελίδα. Μπορείτε να κάνετε κλικ όπου βλέπετε επιπλέον εικόνες για μεγέθυνση.

Εικονογράφηση: Πασχάλης Δουγαλής

Αφήγηση: Σταύρος Σταμάτης

Κείμενο: Ιερό Κοινόβιο Ευαγγελισμού
της Θεοτόκου, Ορμύλια Χαλκιδικής

Απολυτίκιο: Χορός Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας

Επιμέλεια/app: © Μάρκος Σκουλάτος & Georg Brandl

ΙστοσελίδαAll our apps

Στο Άγιον Όρος με τα είκοσι μεγάλα μοναστήρια, τις δεκάδες σκήτες και τα αμέτρητα κελιά και ερημητήρια, βρίσκεται και το μοναστήρι της Σιμωνόπετρας, που δεσπόζει στα δυτικά της χερσονήσου του Άθωνα, καθώς είναι κτισμένο πάνω σε ψηλό βράχο.
Κτίτορας της Σιμωνόπετρας είναι ο άγιος Σίμων ο Μυροβλύτης. Στη βιογραφία του δεν αναφέρονται η πατρίδα του και οι γονείς του, παρά μόνον ότι ασκήτεψε τον 13ο αιώνα στο Άγιον Όρος. Για τους μεγάλους όμως ασκητικούς αγώνες και τα θαύματά του έγινε παντού γνωστός.
Ο άγιος Σίμων αγάπησε από μικρός τον Θεό και αποφάσισε να γίνει μοναχός για να αφοσιωθεί στην υπακοή, την προσευχή και τη λατρεία του Θεού. Κατάλαβε ότι η μοναχική ζωή είναι σα μια μεγάλη λεωφόρος που οδηγεί με ασφάλεια στη Βασιλεία των ουρανών. Έτσι, ξεκίνησε και πήγε στο Άγιον Όρος, που τότε ήταν φημισμένο για τους μεγάλους ασκητάδες και αγίους που ζούσαν εκεί. Έφτασε σαν το διψασμένο ελάφι και έψαξε να βρει τον πιο ενάρετο αλλά και τον πιο αυστηρό γέροντα. Ποθούσε να του διδάξει τα μυστικά της πνευματικής ζωής και να τον γυμνάζει όλο και περισσότερο στην υπακοή και την αυταπάρνηση. Τον αγάπησε δε τόσο πολύ, που του αφοσιώθηκε με όλη του την ψυχή. Σύντομα πλούτισε με πολλές αρετές, ώστε έγινε περιβόητος σε όλο το Άγιον Όρος. Βλέποντας ο γέροντας την προκοπή του υποτακτικού του, άρχισε να του συμπεριφέρεται σαν αδελφό του, αλλά και να τον συμβουλεύεται σαν δάσκαλό του. Μόλις είδε ο ταπεινός Σίμων να τον τιμά και να τον σέβεται τόσο πολύ, λυπήθηκε. Το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε να τον παρακαλέσει να του δώσει ευλογία να πάει να ησυχάσει κάπου μόνος του, μακριά από τη δόξα των ανθρώπων.
Έψαξε και βρήκε μια απομονωμένη μικρή σπηλιά και εκεί έστησε την ασκητική του παλαίστρα. Ήξερε ότι εκεί θα τον πολεμήσουν οι δαίμονες, γι’ αυτό και φόρεσε την πνευματική πανοπλία: το σταυρό, την πίστη, την προσευχή, την υπομονή και τη νηστεία.
Μια νύχτα, καθώς αγρυπνούσε προσευχόμενος, ο διάβολος μεταμορφώθηκε σε φοβερό δράκοντα. Εμφανίστηκε μπροστά του και άνοιξε το πελώριο στόμα του να τον καταπιεί. Τον έδερνε στην πλάτη με την ουρά του τόσο πολύ, ώσπου τον έριξε στη γη μισοπεθαμένο. Ο άγιος όμως έψαλε συνεχώς τους ψαλμούς του Δαβίδ, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού. Ύστερα, στράφηκε προς τον διάβολο και φώναξε: «Γιατί φθονείς το πλάσμα του Θεού; Δεν ξέρεις, ταλαίπωρε, ότι ο Θεός κατέβηκε από τους ουρανούς και έγινε άνθρωπος, μαρτύρησε, σταυρώθηκε και πέθανε από αγάπη για μας; Δε φοβάσαι το βάπτισμα και δεν τρέμεις τον Σταυρό που φορώ στο στήθος μου; Η Παναγία, η Κυρία του Αγίου Όρους, σε προστάζει να εξαφανιστείς!». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και ο δράκοντας έγινε άφαντος. Και να! Ουράνιο φως άστραψε και γέμισε το σπήλαιο, ενώ μια θαυμάσια ευωδία πλημμύρισε την καρδιά του με αγαλλίαση. Άκουσε τότε τη φωνή της Παναγίας να του λέει: «Λάβε δύναμη και θάρρος, διότι είσαι πιστός στον Υιό μου». Συγχρόνως του γιάτρεψε όλες τις πληγές και πριν καλά-καλά ξημερώσει δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά.
Ο άγιος Σίμων συνέχισε να αγωνίζεται για πολλά χρόνια στη φτωχική σπηλιά του. Δεν κατάφερε όμως να μείνει κρυμμένος για πολύ καιρό, διότι τον πρόδωσαν τα πολλά του χαρίσματα. Άρχισαν λοιπόν να τον επισκέπτονται πολλοί και να ζητούν τη συμβουλή του. Τους ερμήνευε την Αγία Γραφή και συχνά προέβλεπε όσα έμελαν να τους συμβούν. Η πολυκοσμία όμως τον στενοχωρούσε πολύ και σκεφτόταν να φύγει σε τόπο ερημικότερο, για να αποφύγει την τιμή των ανθρώπων. Κάποια νύχτα, την ώρα που προσευχόταν, βλέπει και πάλι τη σπηλιά πλημμυρισμένη από θεϊκό φως. Αισθάνθηκε μεγάλη πνευματική χαρά. Τον τύλιξε μια ασυνήθιστη ευωδία και άκουσε μια φωνή να τον καλεί: «Σίμων, Σίμων, φίλε πιστέ του Υιού μου! Μη φεύγεις από εδώ, γιατί πρόκειται να δοξάσω αυτόν τον τόπο με το όνομά σου». Ο άγιος, επειδή ήταν πολύ ταπεινός, δεν έδωσε σημασία στην προσταγή της Παναγίας.
Σε λίγες μέρες, πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ξάφνου, μια νύχτα, την ώρα που βγήκε έξω από τη σπηλιά, βλέπει ένα θέαμα φοβερό: Ήταν σαν να ξεκόλλησε από τον ουρανό ένα λαμπερό αστέρι και στάθηκε στον απέναντι βράχο. Για πολλές νύχτες έβλεπε το ίδιο όραμα. Τη νύχτα των Χριστουγέννων βλέπει και πάλι το ίδιο αστέρι και ακούει τη φωνή της Παναγίας να του επαναλαμβάνει τρεις φορές: «Σίμων! Πάνω σ’ αυτό το βράχο πρέπει να χτίσεις το μοναστήρι σου για να σώσεις ψυχές. Μη με παρακούσεις. Και να ξέρεις ότι εγώ θα είμαι παντοτινή βοηθός σου». Την ίδια στιγμή βρέθηκε θαυματουργικά στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, εκεί που γεννήθηκε ο Χριστός, και μαζί με τους ποιμένες άκουσε τον αγγελικό ύμνο: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία!». Είδε την Παναγία, τον δίκαιο Ιωσήφ και το θείο Βρέφος σπαργανωμένο στη φάτνη, όπως ήταν τη νύχτα της Γέννησης του Χριστού.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες από τη φοβερή αυτή οπτασία και εμφανίστηκαν τρία πλούσια αδέλφια, ζητώντας να μείνουν κοντά του. Στην αρχή δίσταζε να τους δεχθεί, αλλά αφού δοκίμασε τον πόθο τους για τη μοναχική ζωή, τους φόρεσε το «αγγελικό σχήμα» των μοναχών και τους κοινώνησε. Ύστερα τους διηγήθηκε τη θεϊκή οπτασία και τους φανέρωσε την επιθυμία της Παναγίας να κτιστεί εκεί μοναστήρι. Οι τρεις αδελφοί έψαξαν αμέσως και βρήκαν τους καλύτερους οικοδόμους, για να χτίσουν επάνω στην ευλογημένη εκείνη πέτρα το μοναστήρι. Ο βράχος όμως εκείνος ήταν πολύ απόκρημνος. Μόλις τον είδαν οι εργάτες τρόμαξαν πολύ και είπαν στον όσιο: «Αποκλείεται! Δεν χτίζεται μοναστήρι εκεί πάνω. Θα κινδυνέψει η ζωή μας». Ο άγιος δε μίλησε καθόλου, μόνο έδωσε εντολή να τους φιλέψουν πλουσιοπάροχα. Ένας μαθητής του, την ώρα που τους κερνούσε κρασί, γλίστρησε από φθόνο του διαβόλου και έπεσε κάτω στο γκρεμό, κρατώντας στο χέρι του την κανάτα και το ποτήρι. Οι εργάτες έβαλαν τις φωνές στον άγιο για το χαμό του παιδιού, αλλά εκείνος δεν μίλησε, μόνο στράφηκε στην Παναγία, την προστάτιδα του Αγίου Όρους, και προσευχήθηκε θερμά. Και ω! του θαύματος. Δεν πέρασε μισή ώρα και να ‘σου, βλέπουν τον αδελφό να ανεβαίνει απ’ το γκρεμό ολόγερος και χαμογελαστός, βαστώντας το ποτήρι και την κανάτα γεμάτη κρασί, λες και δεν είχε συμβεί τίποτε! Οι εργάτες έμειναν έκθαμβοι από το θαύμα και κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να χτίσουν το μοναστήρι. Έπεσαν τότε στα πόδια του αγίου, του ζήτησαν συγχώρεση και τον παρακάλεσαν να τους κάνει μοναχούς, να μείνουν κοντά του.
Άρχισαν λοιπόν οι καλοί οικοδόμοι να χτίζουν με προθυμία. Στα θεμέλια και στις γωνίες του μοναστηριού έπρεπε να μπουν μεγάλα αγκωνάρια. Τότε, ο όσιος τους πρόσταξε να σηκώσουν μια τεράστια πέτρα που ήταν εκεί κοντά. Οι χτίστες νόμισαν ότι ο άγιος αστειεύεται, διότι την πέτρα εκείνη ήταν αδύνατον να την κουνήσουν ανθρώπινα χέρια. Όταν είδε ο άγιος ότι δεν έχουν διάθεση να υπακούσουν, πλησίασε μόνος του την πέτρα και έκανε το σημείο του Σταυρού. Χωρίς άλλη βοήθεια και παρότι ήταν σκελετωμένος από την πολλή άσκηση, τη σήκωσε αμέσως στους ώμους του και τη στερέωσε στη γωνία των θεμελίων. Πραγματικά, τίποτα δεν είναι αδύνατον, όταν πιστεύουμε στη δύναμη του Σταυρού. Έτσι, το μοναστήρι κτίστηκε χάρη στη θαυματουργική δύναμη του Χριστού και της Παναγίας. Ο άγιος το αφιέρωσε στη Γέννηση του Χριστού και το ονόμασε «Νέα Βηθλεέμ», επειδή ένα αστέρι του υπέδειξε τον τόπο, όπως τότε οδήγησε τους τρεις μάγους στο σπήλαιο της Βηθλεέμ.
Κάποτε, στον αρσανά του μοναστηριού άραξαν Σαρακηνοί πειρατές για να το ληστέψουν. Ο άγιος φοβήθηκε μήπως ανέβουν και κάψουν το μοναστήρι, που το είχαν κτίσει με τόσους κόπους και ιδρώτες. Σκέφτηκε λοιπόν πολύ σοφά να πάρει δώρα και να κατεβεί με μερικούς μαθητές του, να τους τα προσφέρει και να τους παρακαλέσει να μην πειράξουν το μοναστήρι. Οι πειρατές όμως ζητούσαν κι άλλους θησαυρούς. Ο άγιος τους διαβεβαίωσε πως δεν είχαν πλούτη και θησαυρούς, αλλά εκείνοι όρμησαν πάνω τους σαν άγρια θηρία. Μάλιστα, ο πιο αδίσταχτος έβγαλε το σπαθί του, έτοιμος να κόψει το κεφάλι του αγίου. Εκείνη τη φοβερή στιγμή, Άγγελος Κυρίου ξέρανε το χέρι του πειρατή και έμεινε κρεμασμένο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πειρατές τυφλώθηκαν. Άρχισαν να κλαίνε σαν μικρά παιδιά και παρακαλούσαν τον άγιο να τους κάνει καλά. Ο άγιος άλειψε το ξερό χέρι και τα μάτια τους με λάδι από το καντήλι του Χριστού και αμέσως έγιναν όλοι καλά. Βλέποντας την αμνησικακία του αγίου και το φοβερό θαύμα της θεραπείας τους, όχι μόνο βαπτίστηκαν όλοι, αλλά μετά από καιρό έγιναν και μοναχοί, προκομμένοι και ενάρετοι.
Μετά από πολλά χρόνια ασκητικής ζωής, ο όσιος Σίμων έφτασε σε βαθιά γηρατειά. Ο Χριστός ήρθε και του αποκάλυψε την ημέρα και την ώρα που η ψυχή του θα ταξίδευε στον ουρανό. Φώναξε τότε τους μοναχούς του και τους έδωσε τις τελευταίες νουθεσίες. Αφού προσευχήθηκε, τους διαβεβαίωσε ότι θα τους προστατεύει από κάθε πειρασμό, αρκεί να ζουν σύμφωνα με τις διδασκαλίες του. Οι μοναχοί έκλαιγαν απαρηγόρητα, αλλά ο άγιος τους εμπιστεύτηκε στη φροντίδα της Παναγίας.
Την ίδια νύχτα, στις 28 Δεκεμβρίου του έτους 1257, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Όλοι είδαν το πρόσωπό του να λάμπει πιο πολύ και από τον ήλιο και έμειναν έκθαμβοι. Ενταφίασαν το πολύαθλο σώμα του με ύμνους και μεγάλη ευλάβεια. Σύντομα ο τάφος του άρχισε να αναβλύζει μύρο, ένα σπάνιο χάρισμα που φανερώνει τη μεγάλη αγιότητά του. Και μετά την κοίμησή του ο άγιος συνεχίζει να κάνει πολλά θαύματα σε όσους ζητούν τη βοήθειά του με πίστη.
Τον 14ο αιώνα βασίλευε στη Σερβία ο περιβόητος Ιωάννης Ούγκλεσης. Παρά τη μεγάλη του δόξα και τα πλούτη ήταν δυστυχισμένος, γιατί είχε μια κόρη δαιμονισμένη. Παρακαλούσε πολλούς αγίους να προσευχηθούν για να θεραπευτεί, αλλά ο Θεός δεν έκανε το θαύμα. Ώσπου μια μέρα το δαιμόνιο φώναξε: «Μην κοπιάζεις, βασιλιά. Δε βγαίνω, αν δεν έρθει ο Σίμων από τον Άθωνα!». Ο βασιλιάς ζήτησε αμέσως να μάθει ποιος είναι αυτός ο Σίμων. Τον πληροφόρησαν ότι έζησε στο Άγιον Όρος και ο τάφος του αναβλύζει μύρο. Έτρεξε αμέσως στην εκκλησία και προσευχήθηκε στον Θεό με πίστη και ευλάβεια, ζητώντας τη μεσιτεία του αγίου Σίμωνος για να θεραπευθεί η κόρη του. Το δαιμόνιο τότε φώναξε δυνατά, έριξε την κόρη κάτω, σπάραξε και βγήκε από μέσα της, αφήνοντάς την ανενόχλητη για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Μόλις είδε ο βασιλιάς το μεγάλο αυτό θαύμα, ξαναέχτισε με βασιλικά έξοδα το μοναστήρι μεγαλύτερο και μεγαλοπρεπέστερο, για να μείνει γνωστό στους αιώνες το λαμπρό θαύμα του αγίου. Μάλιστα, ανέθεσε στον περίφημο ησυχαστή Ησαΐα να γράψει το συναξάρι του αγίου Σίμωνος. Ήταν το 1368 που έστειλε στο μοναστήρι το βασιλικό του χρυσόβουλλο με το θαύμα της θεραπείας της κόρης του και τη βιογραφία του αγίου, όπως σώθηκε μέχρι τις μέρες μας.
Τόν περιλάλητον πιστοί μυροβλύτην, καί πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, τῶν μοναζόντων ἔρεισμα καί θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν πρός αὐτόν ἐκβοῶντες, Σίμων μάκαρ φύλαττε ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας, ἥν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθείς δι᾿ ἀστέρος τρισόλβιε.
 
Όλοι οι πιστοί ας εγκωμιάσουμε τον περιλάλητο Μυροβλύτη, το ανεκτίμητο μαργαριτάρι του Χριστού, που είναι το στήριγμα των μοναχών και θεοφόρος ασκητής, και ας τον παρακαλέσουμε: μακάριε και θεοδόξαστε Σίμων, να προστατεύεις από τις εχθρικές ενέργειες το μοναστήρι της νέας Βηθλεέμ, που το έκτισες με την καθοδήγηση του άστρου που είδες στον ουρανό.
1
1 2 3 4 5 6 7 8 9